βληχώνι

βληχώνι
το και βληχούνι και γληχώνι (AM βλήχων, η, Α και βληχώ, -οῡς, η και γλήχων, -ωνος και γληχώ, -οῡς, ιων. τ. και γλάχων, -ωνος και γλαχώ, -οῡς δωρ. τ., Μ και βλήχων, -ωνος, ο)
το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων (mentha pulegium), το φλησκούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
πιθ. δάνεια λ. Η σύνδεση της λ. βλήχων με το βληχώμαι* (-άομαι) οφείλεται σε παρετυμολογία. Το βληχώ είναι παράλληλος τ. με το βλήχων, ενώ ο τ. γλήχων < βλήχων, με ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου *gw (πρβλ. βλέπω: γλέπω, βλέφαρον: γλέφαρον και μυκηναϊκό Karako «γλήχων»). Τέλος, οι νεοελλ. τ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. του αρχ. βλήχων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βλησκούνι — το (Μ βλησκούνιν) το βληχώνι, το φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βλησκούνι < μσν. βλησκούνιν < μτγν. βληχώνι(ον), υποκορ. του βλήχων] …   Dictionary of Greek

  • γλήχων — η (Α) βλ. βληχώνι …   Dictionary of Greek

  • γλαχώ — και γλάχων, η βλ. βληχώνι …   Dictionary of Greek

  • γληχούνι — και γλεχούνι, το το φυτό ηδύοσμος ο γλήχων, μίνθη η πολιά, φλησκούνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *γληχώνιον, υποκορ. τού αρχ. γλήχων* (πρβλ. βληχώνι και βληχούνι < μτγν. βληχώνιον, υποκορ. τού αρχ. βλήχων)] …   Dictionary of Greek

  • φλησκούνι — Φυτό γνωστό και με την επιστημονική ονομασία ηδύοσμας ο γλήχων. Τα φύλλα του φυτού αυτού χρησιμοποιούνται ως αφέψημα, κυρίως για τις διαταραχές του στομάχου. Ένα άλλο είδος, ο αμάρακος ή αγριοφλησκούνι, είναι πολυετές, μικρού μεγέθους φρύγανο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”